- υποβολιμ(ι)ότητα
- η, Ν(ψυχιατρ.-ψυχολ.)1. η ιδιότητα εκείνου που υφίσταται εύκολα μια υποβολή2. κατάσταση κατά την διάρκεια τής οποίας η υποβολή γίνεται εύκολα δεκτή ή εκτελείται.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. γαλλ. suggestibilite].
Dictionary of Greek. 2013.